- καταρτίζομαι
- καταρτίζομαι, καταρτίστηκα, καταρτισμένος βλ. πίν. 34
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
κατηρτισμένως — (Μ) ορθά. [ΕΤΥΜΟΛ. < μτχ. παρακμ. κατηρτισμένος τού ρ. καταρτίζομαι] … Dictionary of Greek
παρασκευάζω — ΝΑ, και παρασκεάζω Α 1. προετοιμάζω 2. προμηθεύομαι τα αναγκαία υλικά και ετοιμάζω για χρήση κάτι που δεν υπήρχε προηγουμένως (α. «παρασκευάζω δείπνο» β. «παρασκευάζω φάρμακο») 3. (σχετικά ιδίως με μαθητές ή στρατιωτικούς) εξασκώ, προγυμνάζω… … Dictionary of Greek
προστοιχειώ — όω, Α (μόνο το μέσ.) προστοιχειοῡμαι, όομαι 1. διδάσκομαι τις γενικές αρχές, καταρτίζομαι στα στοιχειώδη 2. ορίζονται οι πρώτες μου αρχές. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + στοιχειοῦμαι «διδάσκομαι, καταρχίζομαι στα στοιχειώδη»] … Dictionary of Greek
στοιχειώ — όω, ΜΑ [στοιχεῑον] παθ. στοιχειοῡμαι, όομαι εφοδιάζομαι με ό,τι είναι απαραίτητο («τῷ φόβῳ τοῡ Κυρίου στοιχειούμενος», Μηναί.) μσν. 1. με μαγικές πράξεις αποτρέπω την επιβλαβή επίδραση διαφόρων ζώων ή όντων ή τά καθιστώ φύλακες ενός τόπου (α.… … Dictionary of Greek